τροποκολλαγόνο

τροποκολλαγόνο
το, Ν
(βιοχ.) βασική δομική μονάδα τής πρωτείνης, κολλαγόνο που απαντά στον συνδετικό ιστό τών ανώτερων ζώων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”